μαγιονέζα

μαγιονέζα
η
είδος κρύας και πηχτής σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, σκόνη μουστάρδας, κρόκο αβγού, ξίδι κ.λπ. και χρησιμοποιείται κυρίως ως καρύκευμα ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mayonnaise πιθ. < Mahon λιμάνι τής Μινόρκα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαγιονέζα — η (λ. γαλλ.), είδος παχύρρευστης σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, αβγό και λεμόνι: Περιέχυσα τη σαλάτα με μαγιονέζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”